ξαφορμίζω

ξαφορμίζω
ξαφόρμισα, ξαφορμίστηκα, ξαφορμισμένος
1. μτβ., τρελαίνω κάποιον με τις φωνές μου, αποδοκιμάζω με θόρυβο.
2. αμτβ., για πληγή, τραύμα, φλεγμονή, παύω να είμαι ερεθισμένος, καταπραΰνομαι.
3. μτφ., τρελαίνομαι, χάνω το λογικό μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξαφορμίζω — 1. (στον Ερωτόκρ.) α) αποδοκιμάζω θορυβωδώς κάποιον τρελαίνοντάς τον με τις φωνές β) τρελαίνομαι («ξαφορμίζ ο νους στο ξαφνικό μαντάτο», Ερωτόκρ.) 2. (για τραύμα) σταματώ να έχω ερεθισμό, να είμαι αφορμισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ αφορμίζω (βλ. και… …   Dictionary of Greek

  • εξαφορμίζω — και ξαφορμίζω (Μ ἐξαφορμίζω) [αφορμίζω] νεοελλ. 1. τρελαίνω κάποιον με φωνές 2. χάνω τα λογικά μου 3. γίνομαι έξω φρενών μσν. προφασίζομαι, δικαιολογούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”